Στο νησί του Ήλιου, στην Καλυψώ και στο νησί των Φαιάκων (Παρουσίαση μαθήματος)
Στο νησί της Καλυψώς (Βίντεο)
Στο νησί της Καλυψώς |
Η Καλυψώ είναι κόρη του Τιτάνα Άτλαντα και της Ωκεανίδας Πλειόνης. Επομένως αδέρφια της είναι οι Εσπερίδες, οι Πλειάδες, οι Υάδες
Η Καλυψώ κατοικούσε σε ένα μεγάλο σπήλαιο, κοντά στην είσοδο του οποίου υπήρχαν φυσικοί κήποι, ιερό δάσος και πηγές. Εκεί περνούσε την ημέρα της η Νύμφη, κλώθοντας και υφαίνοντας με τις υπηρέτριές της, που ήταν και αυτές Νύμφες.
Εννιά μερόνυχτα παράδερνε μέχρι που έφτασε στην Ωγυγία, το νησί της Καλυψώς. Αυτή ήταν Νύμφη αθάνατη, κόρη του Άτλαντα. Ζούσε απομονωμένη από θεούς και ανθρώπους, με μόνη συντροφιά τις δούλες της. Για σπίτι είχε μια σπηλιά μέσα στο δάσος. Γύρω από τη σπηλιά απλωνόταν μια κληματαριά φορτωμένη σταφύλια. Τέσσερις βρύσες έτρεχαν αδιάκοπα γάργαρο νερό. Λίγο πιο πέρα απλώνονταν λιβάδια με βιολέτες και άγριους κρίνους.
Η νύμφη περιμάζεψε το ναυαγισμένο ήρωα που ήταν σχεδόν μισοπεθαμένος. Τον περιποιήθηκε, του έδωσε να φάει και να πιει και έγιανε τις πληγές του. Όταν ο Οδυσσέας στυλώθηκε στα πόδια του και ντύθηκε με τους λαμπρούς χιτώνες που του έδωσε, η θεά θαμπώθηκε από την ομορφιά του και τον ερωτεύτηκε. Ήθελε να τον κρατήσει για πάντα κοντά της και του υποσχέθηκε να τον κάνει αθάνατο.
Ο ήρωας έζησε ευτυχισμένος κοντά της εφτά ολόκληρα χρόνια. Όταν όμως άρχισε να τον κυριεύει πάλι η νοσταλγία για τη γλυκιά πατρίδα, η Καλυψώ δεν τον άφηνε να φύγει. Έτσι αυτός περνούσε ώρες ατέλειωτες κλαίγοντας στην ακροθαλασσιά. Με την υπόθεση του Οδυσσέα ασχολούνταν πολύ συχνά στις συνελεύσεις τους οι θεοί. Η Αθηνά μάλιστα, που προστάτευε τον ήρωα, διαρκώς προσπαθούσε να θυμίσει στους αθάνατους τα ατέλειωτα πάθη του, επισημαίνοντας πως έφτασε η ώρα να επιστρέψει στην Ιθάκη. Έπεισε λοιπόν τον πατέρα της, τον Δία, να τον βοηθήσει. Αυτός έστειλε τον αγγελιοφόρο του, το γοργόφτερο Ερμή, στην Ωγυγία.
Ο Ερμής βρήκε την Καλυψώ μέσα στη σπηλιά της να υφαίνει και να γλυκοτραγουδάει. Η Νύμφη τον περιποιήθηκε με χαρά, μα όταν άκουσε την εντολή του Δία, δηλαδή να αφήσει τον Οδυσσέα να φύγει για την πατρίδα, εξοργίστηκε. Άρχισε να αναφέρει τότε πολλές ιστορίες θεών που ερωτεύτηκαν θνητούς, αλλά οι ζηλιάρηδες θεοί δε τις άφησαν να χαρούν τον έρωτά τους. Τελικά όμως συνειδητοποίησε ότι δεν υπήρχε τρόπος να αντισταθεί στη βουλή του Δία.
Όταν έφυγε ο Ερμής, έτρεξε στην παραλία και βρήκε τον αγαπημένο της που αγνάντευε με δάκρυα το πέλαγος. Τότε του είπε με παραπονιάρικη φωνή. - Μη στενοχωριέσαι και μη βαλαντώνεις στο κλάμα. Έφτασε η ώρα που περίμενες τόσα χρόνια· θα σε στείλω στην πατρίδα σου. Μόνο, σήκω και πιάσε να φτιάξεις μια σχεδία. Ο Οδυσσέας δεν πίστευε στ' αυτιά του. Νόμιζε πως η θεά τον κορόιδευε, γι' αυτό της ζήτησε να ορκιστεί στο όνομα των αθάνατων Ολυμπίων και στα ιερά νερά της Στύγας. Αφού έγινε αυτό, ξεκίνησαν και οι δύο για τη σπηλιά τους. Εκεί η Καλυψώ ετοίμασε πλούσιο γεύμα για το θνητό άντρα και νέκταρ και αμβροσία για την ίδια.
Σε μια τελευταία απεγνωσμένη προσπάθεια να τον κρατήσει κοντά της του είπε: - Αν ήξερες Οδυσσέα, πόσα πικρά φαρμάκια σε περιμένουν μέχρι να φτάσεις στην Ιθάκη, σίγουρα θα καθόσουν εδώ μαζί μου να σε κάνω αθάνατο. Όμως ο Οδυσσέας της απάντησε για μια ακόμη φορά πως η μόνη του λαχτάρα ήταν να δει έστω και από μακριά το νησί του. Αφού έφαγαν, πέρασαν το βράδυ αγκαλιασμένοι και χάρηκαν τον έρωτα.
Την άλλη μέρα το πρωί η Καλυψώ τον οδήγησε σ' ένα δάσος από λεύκες και έλατα και αφού του έδωσε τα κατάλληλα εργαλεία, τον άφησε να φτιάξει τη σχεδία του. Ο ήρωας, χαρούμενος για την απόφαση της Νύμφης, δούλευε με όρεξη από το πρωί ως το βράδυ σαν τον πιο έμπειρο ναυπηγό. Τέσσερις μέρες πέρασαν κι έφτιαξε μια δυνατή και γερή σχεδία. Η Καλυψώ του έδωσε κι ένα κομμάτι καραβόπανο για να περάσει στο κατάρτι του.
Την πέμπτη μέρα η θεά τον έλουσε και τον έντυσε με λαμπρά ευωδιαστά ρούχα. Του έδωσε τροφές και νερό καθώς και ένα ασκί γλυκό, μαύρο κρασί. Αφού τον αποχαιρέτησε θερμά, του έστειλε γλυκό, πρίμο αεράκι για να ξεκινήσει το ταξίδι του.
Στο νησί των Φαιάκων ( Η συνάντηση με τη Ναυσικά) |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου